ξινάδα

ξινάδα
η
η ιδιότητα του ξινού, η ξινή γεύση: Έχει μια ξινάδα το κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξινάδα — η [ξινός] 1. η ιδιότητα τού ξινού, οξύτητα, ξινίλα 2. χαρακτηριστική γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας …   Dictionary of Greek

  • ξινίλα — η 1. η ιδιότητα και η αίσθηση τού ξινού, οξύτητα, ξινή γεύση, ξινάδα 2. γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. ρέψιμο που προσδίδει ξινή γεύση στο στόμα, οξυρεγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) …   Dictionary of Greek

  • οξύτητα — η (Α ὀξύτης, ητος) [οξύς] 1. (για πράγματα και σχήματα) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού οξέος, τού αιχμηρού, αιχμηρότητα 2. το να είναι κάτι έντονο, ισχυρό («η οξύτητα τού ήχου») 3. η ξινάδα, το όξινο («τὴν ὀξύτητα τοῡ οἴνου», Θεόφρ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παροξίζω — Α ξινίζω λίγο, είμαι υπόξινος, έχω λίγη ξινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀξίζω «ξινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ξινίλα — η 1. ξινάδα (βλ. λ.). 2. γεύση ξινή στο στόμα που έρχεται από το στομάχι, ρέψιμο ξινό: Μετά το φαγητό έχω ξινίλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”